Η κριτική στην τεχνοεπιστήμη και ο μετασχηματισμός του «πολιτικού»

των Δανάη Αυγέρη και Κώστα Ράπτη

Η αναγκαιότητα της κριτικής στην τεχνοεπιστήμη

Στις 6 Νοεμβρίου 2011, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Α. Παπανδρέου, παραιτείται από το αξίωμά του εν μέσω πολιτικής κρίσης και πολύμορφων πιέσεων, ενισχύοντας έναν διάχυτο φόβο «ακυβερνησίας». Στα αστικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα, η αδυναμία διακυβέρνησης μιας χώρας (υποτίθεται πως) ξεπερνιέται με εκλογές. Παρά ταύτα, πέντε ημέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο, έναν αναγνωρισμένο τεχνοκράτη. Η αδυναμία διακυβέρνησης ξεπεράστηκε με την ανάθεση των ηνίων σε κάποιον «ειδικό», μη εκλεγμένο, που θεωρήθηκε αρμόδιος για την επίλυση των προβλημάτων της χώρας. Τι νομιμοποίησε, όμως, κοινωνικά αυτήν την ανάθεση; Πώς γίνεται ένας αυθαίρετος διορισμός να μην προκάλεσε τα – έστω – δημοκρατικά αντανακλαστικά των πολιτών; Πώς η ιδιότητα του οικονομολόγου (και ηλεκτρολόγου) κατέστησε σχεδόν εύλογη αυτήν την επιλογή για ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού; Πως είναι δυνατόν τα «προβλήματα» και η «διακυβέρνηση» ενός κράτους, να γίνονται αντικείμενο ειδημόνων-επιστημόνων και όχι πεδίο κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών/συγκρούσεων; Το ότι σχεδόν ταυτόχρονα βλέπουμε να συμβαίνει το ίδιο και στην Ιταλία με την πτώση του εκλεγμένου Μπερλουσκόνι από τον τεχνοκράτη Μόντι μας αναγκάζουν να θέσουμε το ερώτημα: Είναι αυτά τα γεγονότα εξαιρέσεις ή βιώνουμε μια εποχή σταδιακού μετασχηματισμού της κοινωνικής οργάνωσης όπου πολιτικά διακυβεύματα εμφανίζονται όλο και περισσότερο ως αρμοδιότητες της τεχνοεπιστήμης και των προσωποποιήσεών της;

Συνέχεια

Επιστημονική Εκλαΐκευση και Ηγεμονική Ιδεολογία

του Κώστα Γαβρόγλου

Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μία αλλαγή έμφασης στα θέματα της επιστημονικής εκλαΐκευσης: από μία διαδικασία όπου «όσοι γνώριζαν» διαφώτιζαν όσους «δεν γνώριζαν», η επιστημονική εκλαΐκευση θεωρείται πια ότι είναι μέρος ενός ολόκληρου πλέγματος διαδικασιών που έχουν σχέση με την κυκλοφορία και την επικοινωνία της γνώσης.[1] Στη νέα προβληματική, δεν επικεντρωνόμαστε τόσο στα γνωστικά στοιχεία που μεταδίδονται ή τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες που επιβάλλει μια “επιτυχημένη” εκλαϊκευτική απόπειρα, αλλά τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία έρχεται σε επαφή με την επιστήμη και με την επιστημονική κουλτούρα.

Έχει ενδιαφέρον για τους ιστορικούς των επιστημών να μελετήσουν πώς η επιστημονική εκλαΐκευση συμβάλει στην οικειοποιήση της επιστημονικής κουλτούρας από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Και αυτό γιατί ανεξάρτητα από το εάν αναφερόμαστε στην επιστημονική κουλτούρα ή στην επιστήμη ως τμήμα της κουλτούρας, πρέπει να μας είναι σαφές ότι μιλάμε για κοινωνικές σχέσεις, για σχέσεις εξουσίας: Μιλάμε για τους τρόπους με τους οποίους διαφορετικές (επιστημονικές) κοινότητες κατασκευάζουν ακροατήρια και συμμάχους μέσα από την επιστημονική εκλαΐκευση.

Αρκεί, όμως, μόνο αυτό; Εξαντλείται το θέμα της επιστημονικής εκλαΐκευσης στη διερεύνηση των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούνται μέσα από τις απόπειρες κατασκευής συμμάχων και ακροατηρίων; Παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, θα ήθελα να θίξω ένα θέμα που συνήθως αγνοείται: το πρόβλημα της ιδεολογίας.

Συνέχεια

Η πόλη ως φυλακή

του Κώστα Ράπτη

image

1. Η πόλη

Θα έπρεπε να πάμε χιλιάδες χρόνια πίσω για να εντοπίσουμε τη δημιουργία των πρώτων πόλεων, αυτού του κοινωνικού και τεχνολογικού τρόπου οργάνωσης που μετασχηματίζει ριζικά την ανθρώπινη ζωή. Από τους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολίας (10.000 π.Χ. – 4.500 π.Χ.) και της Μεσοποταμίας ως την αρχαία Αθήνα και τη δημοκρατία και από τις ευρωπαϊκές πόλεις στη περίοδο του Μεσαίωνα ως τις πόλεις-δορυφόρους (New Towns) της Σανγκάης[1] σήμερα. Η συζήτηση, γενικά, για την προέλευση και τη φύση της πόλης οδηγεί σε αδιέξοδα ερωτήματα σχετικά με το τι προκάλεσε τι.[2] Αυτά τα ερωτήματα έχουν νοήμα όταν γίνονται χρονολογικά συγκεκριμένα. Στο ρου της ανθρώπινης κίνησης δεν είναι, προφανώς, δυνατό να νοηθεί η “πόλη” ως μια έννοια που έχει το ίδιο περιεχόμενο. Η Catalgoyuk (Tσαταλχογιούκ) της Ανατολίας [3] – περίπου το 7.300 π.Χ. – δεν μπορεί να συζητηθεί σε συνάρτηση με τη Νέα Υόρκη αλλά ακόμα και περιπτώσεις σύγχρονων, μεταξύ τους, πόλεων (π.χ. Αθήνα-Παρίσι) οφείλουμε να τις αναλύουμε μέσα στο ειδικό, συγκεκριμένο ιστορικο-κοινωνικό τους πλαίσιο. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να μιλήσουμε γενικά για τη πόλη (ως αφηρημένη έννοια) παρά μόνο για την ιστορική πόλη.

Συνέχεια

Μορφές κανονικοποίησης της σεξουαλικότητας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες: Μία κριτική ανάγνωση του «Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders»

της Βάσιας Λέκκα

Στις 27 Ιουνίου 1969, η αστυνομία της Νέας Υόρκης πραγματοποίησε μία από τις συνηθισμένες εφόδους της στο μπαρ Stonewall Inn στο Greenwich Village, στο νότιο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.[1] Επρόκειτο για μία από τις συχνές «επισκέψεις» των δυνάμεων καταστολής στα μέρη διασκέδασης των ομοφυλοφίλων, που συνοδεύονταν από ελέγχους, εξευτελισμούς και συλλήψεις. Αυτήν τη φορά, όμως, οι προκλήσεις της αστυνομίας δεν έμελλε να μείνουν αναπάντητες. Πλήθος ανθρώπων, που βρισκόταν εντός και εκτός του Stonewall Inn και που όσο περνούσε η ώρα διογκωνόταν, πολιόρκησε το μπαρ, απαιτώντας και πετυχαίνοντας την άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων. Αυτό ήταν μόνο η αρχή.

clip_image002

Το καλοκαίρι του 1969 σημαδεύτηκε από συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή του νότιου Μανχάταν, μία από τις συνοικίες που σύχναζαν οι ομοφυλόφιλοι. Ήταν ένας κόσμος που είχε αποφασίσει να εξεγερθεί ενάντια στην κρατική καταστολή και την αστυνομική βία, με το σύνθημα «Gay Power» να αντηχεί στους δρόμους.

clip_image004

Το φθινόπωρο του 1969 συγκροτήθηκε το «Gay Liberation Front», σηματοδοτώντας την αφετηρία του κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, που ξεσηκώθηκε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και ενάντια στην αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας από την κατεστημένη ψυχιατρική. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε η πρώτη πορεία για την επέτειο της εξέγερσης του Stonewall, με τη συμμετοχή χιλιάδων ανδρών και γυναικών, ενώ η 27η Ιουνίου καθιερώθηκε ως «Ημέρα Ομοφυλοφιλικής Περηφάνιας» («Gay Pride Day») σε ολόκληρο τον κόσμο.

Συνέχεια

Νόμος και Κανόνας: Επιστήμη και Βιοπολιτική

του Θανάση Λάγιου

Γύρω στα 1807-8, ο Hegel έθετε το ερώτημα «Ποιος σκέφτεται αφηρημένα;». Και απαντούσε: «Ο απαίδευτος άνθρωπος, όχι ο πεπαιδευμένος». Κατόπιν έσπευδε να δώσει συγκεκριμένο παράδειγμα του αφηρημένου σκέπτεσθαι: «Ένας δολοφόνος λοιπόν οδηγείται στον τόπο της εκτέλεσης. Για τον κοινό λαό αυτός δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας δολοφόνος. Κυρίες κάνουν ίσως την παρατήρηση ότι αυτός είναι ένας εύρωστος, όμορφος, ενδιαφέρων άνθρωπος. Εκείνος ο λαός βρίσκει την παρατήρηση φρικώδη: τι; Ένας δολοφόνος όμορφος; Πώς μπορεί κανείς να σκέπτεται τόσο αισχρά και να αποκαλεί ένα δολοφόνο όμορφο; Δεν χωράει αμφιβολία – {αποφαίνεται εκείνος ο λαός} – πως εσείς οι ίδιες δεν είστε κάτι πολύ καλύτερο! (…) Ένας γνώστης των ανθρώπων, {απεναντίας}, ιχνεύει την πορεία που ακολούθησε η διαμόρφωση του εγκληματία: βρίσκει στην ιστορία του κακή αγωγή, κακές οικογενειακές σχέσεις ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα, κάποια υπερβολική σκληρότητα για ένα ασήμαντο αδίκημα αυτού του ανθρώπου, η οποία τον έστρεψε με οργή ενάντια στη δημόσια τάξη, μια πρώτη αντίδραση {εκ μέρους του κράτους}ενάντια σε τούτο, η οποία τον απομάκρυνε από την κοινωνία και δεν του έδινε τώρα τη δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του με κανένα άλλο τρόπο παρά μόνο μέσω του εγκλήματος. – Μπορεί να υπάρχουν πράγματι άνθρωποι, οι οποίοι, όταν ακούν τέτοια πράγματα θα πουν: τούτος ο άνθρωπος θέλει να δικαιολογήσει τον δολοφόνο!».[i] Αν, λοιπόν, κατά την εγελιανή θεώρηση των πραγμάτων, ο «γνώστης των ανθρώπων» ανιχνεύοντας τη διαμόρφωση του εγκληματία σε όλες τις πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς του αποτελεί μοναδικό και σπάνιο παράδειγμα μη αφηρημένης, ήτοι μη μεταφυσικής αλλά επιστημονικής σκέψης, τότε θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι πριν ακόμα το τέλος του 19ου αιώνα το παράδειγμα αυτό αποτελούσε ήδη το υπόδειγμα της επιστήμης της Εγκληματολογίας.
Συνέχεια

Επιστήμη και τεχνολογία στο πολιτισμικό πλαίσιο της Βαϊμάρης

του Γρηγόρη Πανουτσόπουλου

 

Η μελέτη της επιστήμης και της τεχνολογίας στο ιστορικό πλαίσιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αποτελεί, εξαιτίας της δυναμικής των ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων που αναπτύσσονται στη συγκεκριμένη περίοδο, προνομιακό πεδίο διερεύνησης για ιστορικούς που αναζητούν ενδείξεις μιας έντονης πολιτισμικής επιρροής στη διαμόρφωση επιστημονικών θεωριών και συγκεκριμένων τεχνολογικών κατευθύνσεων.

clip_image002[4]

Το Zeppelin, σύμβολο του τεχνολογικού πολιτισμού των χρόνων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Βερολίνο 1928

 

Αποκτά έτσι εξαιρετικό ενδιαφέρον μια προσπάθεια ανάγνωσης της ιστορίας της περιόδου μέσα από τεχνουργήματα, μαθηματικές και φυσικές εξισώσεις όπου μέσα τους αποκρυσταλλώνονται κοινωνικές σχέσεις και ιδεολογικές ηγεμονίες. Από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να εκλάβουμε την επιστήμη και την τεχνολογία της περιόδου ως παθητικούς φορείς που συνθηκολογούν και απλά προσαρμόζονται σε ένα δυσμενές περιβάλλον. Η επιστήμη και η τεχνολογία όντας δύο πολύ δυναμικές κοινωνικές και ιδεολογικές συνιστώσες, επηρεάζουν την κατεύθυνση της ιστορικής συνισταμένης, διαπίστωση, που όπως θα αναλύσουμε και παρακάτω, είναι ιδιαίτερα εμφανής στη διαμόρφωση του πολύ ιδιαίτερου νέο-ρομαντικού πλαισίου που είναι αυτό που εν πολλοίς χαρακτηρίζει την περίοδο του Μεσοπολέμου στη Γερμανία. Όπως χαρακτηριστικά υποστήριζε ο Σβέμπερ, ένας από τους διασημότερους μηχανικούς της περιόδου με φιλοσοφική παιδεία, «η τεχνολογία είναι κάτι περισσότε­ρο από ένα υλικό βάθρο του ναζισμού. Είναι ένας “ανεξάρτητος παρά­γοντας” μιας νέας, μεταφιλελεύθερης, μεταϋλιστικής κουλτούρας. Η γε­νιά του Μεσοπολέμου είναι αυτή που είχε πραγματικά συλλάβει την ιδέα της ελευθερίας που ενυπήρχε στην τεχνολογία και στην εφαρμοσμένη επιστημονική γνώση. Ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν προϊόν αυτής της γενιάς»[1]. Η μελέτη της επιστήμης και της τεχνολογίας κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μας οδηγεί και σε ένα ακόμα εξαιρετικά ενδιαφέρον συμπέρασμα, ότι η εννοιολόγηση και το περιεχόμενο που προσδίδει κάθε πολιτισμικό περιβάλλον διατηρούν μια ιστορική μοναδικότητα, γεγονός που κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια διιστορικού ορισμού της επιστήμης και της τεχνολογίας ανεπαρκή. Με άλλα λόγια, τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα σφραγίζονται ιστορικά και χρονολογούν τη σκέψη κάθε εποχής συνιστώντας τα αξεπέραστα όριά της που καθορίζονται ιδεολογικά και κοινωνικά.

Συνέχεια