Νόμος και Κανόνας: Επιστήμη και Βιοπολιτική

του Θανάση Λάγιου

Γύρω στα 1807-8, ο Hegel έθετε το ερώτημα «Ποιος σκέφτεται αφηρημένα;». Και απαντούσε: «Ο απαίδευτος άνθρωπος, όχι ο πεπαιδευμένος». Κατόπιν έσπευδε να δώσει συγκεκριμένο παράδειγμα του αφηρημένου σκέπτεσθαι: «Ένας δολοφόνος λοιπόν οδηγείται στον τόπο της εκτέλεσης. Για τον κοινό λαό αυτός δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας δολοφόνος. Κυρίες κάνουν ίσως την παρατήρηση ότι αυτός είναι ένας εύρωστος, όμορφος, ενδιαφέρων άνθρωπος. Εκείνος ο λαός βρίσκει την παρατήρηση φρικώδη: τι; Ένας δολοφόνος όμορφος; Πώς μπορεί κανείς να σκέπτεται τόσο αισχρά και να αποκαλεί ένα δολοφόνο όμορφο; Δεν χωράει αμφιβολία – {αποφαίνεται εκείνος ο λαός} – πως εσείς οι ίδιες δεν είστε κάτι πολύ καλύτερο! (…) Ένας γνώστης των ανθρώπων, {απεναντίας}, ιχνεύει την πορεία που ακολούθησε η διαμόρφωση του εγκληματία: βρίσκει στην ιστορία του κακή αγωγή, κακές οικογενειακές σχέσεις ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα, κάποια υπερβολική σκληρότητα για ένα ασήμαντο αδίκημα αυτού του ανθρώπου, η οποία τον έστρεψε με οργή ενάντια στη δημόσια τάξη, μια πρώτη αντίδραση {εκ μέρους του κράτους}ενάντια σε τούτο, η οποία τον απομάκρυνε από την κοινωνία και δεν του έδινε τώρα τη δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του με κανένα άλλο τρόπο παρά μόνο μέσω του εγκλήματος. – Μπορεί να υπάρχουν πράγματι άνθρωποι, οι οποίοι, όταν ακούν τέτοια πράγματα θα πουν: τούτος ο άνθρωπος θέλει να δικαιολογήσει τον δολοφόνο!».[i] Αν, λοιπόν, κατά την εγελιανή θεώρηση των πραγμάτων, ο «γνώστης των ανθρώπων» ανιχνεύοντας τη διαμόρφωση του εγκληματία σε όλες τις πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς του αποτελεί μοναδικό και σπάνιο παράδειγμα μη αφηρημένης, ήτοι μη μεταφυσικής αλλά επιστημονικής σκέψης, τότε θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι πριν ακόμα το τέλος του 19ου αιώνα το παράδειγμα αυτό αποτελούσε ήδη το υπόδειγμα της επιστήμης της Εγκληματολογίας.

clip_image002

Όπως έγραφε το 1893 ο αυστριακός καθηγητής της εγκληματολογίας και ποινικού δικαίου Hans Gross στο System der Krimanilistik : «Μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις που επιτρέπουν σε έναν ερευνητή να εργαστεί με ακρίβεια είναι η σε βάθος γνώση του ατόμου…Υπό αυτή την έννοια τα πάντα στη ζωή του μπορεί να χρησιμοποιηθούν: κάθε συζήτηση, κάθε τυχαία λέξη, κάθε πράξη, κάθε έμπνευση, κάθε γνώρισμα του χαρακτήρα, κάθε στοιχείο συμπεριφοράς, κάθε βλέμμα ή χειρονομία…».[ii] Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς από μία φαινομενολογία του πνεύματος φθάσαμε σε μία φαινομενολογία του εγκληματία;[iii] Πώς, κατά τη νεωτερικότητα, οι δυτικές κοινωνίες οδηγήθηκαν από την ριζοσπαστική κριτική στην αφηρημένη σκέψη στην επιστημονική λατρεία του συγκεκριμένου; Εν ολίγοις, πώς απομακρυνθήκαμε από τον αφηρημένο και ηθικό τρόπο σκέψης και θεώρησης του εγκλήματος, ο οποίος χαρακτήριζε τόσο τον λαό όσο και τις κυρίες της καλής κοινωνίας του εγελιανού παραδείγματος που έβλεπαν εξίσου αφηρημένα τον εγκληματία είτε ως ένα ηθικό τέρας είτε ως ένα αξιοπερίεργο και ιδιόμορφο ον, και πώς φθάσαμε στη συγκεκριμένη και επιστημονική γνώση της βιογραφίας και της λεπτομερέστατης χαρτογράφησης της εγκληματικής προσωπικότητας; Πώς, με τι τίμημα και με ποια μέσα; Είμαστε ακόμα στην περιοχή του δικαίου και του Νόμου, όταν κάνουμε λόγο για έγκλημα ή έχουμε πλησιάσει την περιοχή της ιατρικής και του Κανόνα; Υπάρχει εγκληματολογία που δεν είναι ήδη ιατροδικαστική; Ίσως ακούγονται περίεργα και άκαιρα τα παραπάνω ερωτήματα σε μία συγκυρία, όπου η ταυτοποίηση του εγκληματία γίνεται εντός του βιολογικού εργαστηρίου της αντιτρομοκρατικής πριν καν καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλλά έχουν βαθιά ιστορική και θεωρητική σημασία για την κατανόηση τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος μας τόσο της Εγκληματολογίας όσο και της Ιατρικής.

Ας γίνουμε, όμως, πιο συγκεκριμένοι. Το 1831 ιδρύεται η Φρενολογική Εταιρεία στο Παρίσι με σκοπό να διαδώσει τις ιδέες του αυστριακού νευροανατόμου και φυσιολόγου Franz Joseph Gall, ο οποίος πίστευε ότι είναι εφικτό να γνωρίσει κανείς την προσωπικότητα και τις διανοητικές και ψυχικές ιδιότητες ενός ατόμου μέσω της εξέτασης του κρανίου του. Η κρανιοσκόπηση επέτρεπε, κατά τον Gall, να αναγνωριστούν μέχρι και 27 διαφορετικές θεμελιώδεις ροπές ή τάσεις οι οποίες εδράζονται σε διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου.

clip_image003

Η εμπειρική επικύρωση της θεωρίας του έλαβε χώρα σε φυλακές της Γερμανίας κατά το 1805, καθώς εκεί βρήκε μέσω κρανιοσκοπήσεων ότι όλοι οι κλέφτες είχαν εγγεγραμμένη στον μέγιστο βαθμό – ήτοι σε μη-κανονικό – την κατά τα άλλα φυσιολογική – ήτοι κανονική – ροπή προς την απληστία, εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο την ιατρική ερμηνεία του εγκλήματος και συμβουλεύοντας ταυτόχρονα και για την ποινική μεταχείριση των εγκληματιών.[iv] Ο δρόμος για τον Lombroso και τον «εκ γενετής εγκληματία» είχε χαραχτεί.[v]

clip_image004

Ωστόσο, από επιστημολογικής άποψης δεν είχε μόνο μία λωρίδα κυκλοφορίας· αντίθετα, επρόκειτο για λεωφόρο, καθώς την φρενολογία του Gall την ακολουθούσε σε παράλληλες τροχιές και η ψυχιατρική. Μάλιστα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, όπως έδειξε η υπόθεση Pierre Rivière,[vi] η ψυχιατρική πρωτοστατούσε στην εισβολή του ιατρικού λόγου στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ήδη από το 1825 ο Etienne-Jean Georget, μαθητής του Esquirol βασίστηκε στην έννοια manie sans délire (μη παραληρηματική μανία) του Pinel, για να αμφισβητήσει ορισμένες δικαστικές ετυμηγορίες σχετικά με ανθρωποκτονίες, καθώς πρότεινε την έννοια της «ανθρωποκτονικής μονομανίας», ήτοι μιας κατάστασης όπου «υπάρχει μία και μόνη παθολογική εμμονή σε ένα κατά τα άλλα υγιές μυαλό». Στη Βρετανία ο James Prichard έκανε λόγο για «moral insanity», τονίζοντας ότι «δεν υπάρχει σχεδόν ούτε μία εγκληματική πράξη που να μην έχει γίνει αντικείμενο μίμησης από αυτή την ασθένεια».[vii] Τελικώς, το 1832 θα εισαχθεί στον ποινικό κώδικα η έννοια των ελαφρυντικών, αν και από το 1810 προβλεπόταν ότι σε περίπτωση τρέλας ο ιατρικός θεσμός πρέπει να αντικαταστήσει τον δικαστικό. Σύμφωνα με τον Foucault, έχουμε πλέον ένα ιατρο-δικαστικό συνεχές με θεσμική του έκφραση την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη.[viii]

Το 1833 ιδρύεται το τμήμα Στατιστικής της British Association for the Advancement of Science υπό την καθοδήγηση ενός Βέλγου μαθηματικού και αστρονόμου, του Adolphe Quetelet (1796-1874), του «πατριάρχη της στατιστικής». Ο Quetelet ακολουθώντας την αντίληψη του Condorcet (1743-1794) ότι η κοινωνία απαρτίζεται από ομοιογενή άτομα, ίσα υπό τον νόμο, και συνεπώς υποκείμενα στους μαθηματικούς νόμους που κυβερνούν τον κοινωνικό μηχανισμό, άρχισε να εφαρμόζει μαθηματικές αναλύσεις στα δημογραφικά ευρήματα της πρώτης απογραφής του παρισινού πληθυσμού, η οποία έλαβε χώρα το 1817. Κύριος στόχος της απογραφής ήταν η καταγραφή των αιτιών θανάτου και διεξήχθη υπό την αιγίδα της Βασιλικής Ιατρικής Ακαδημίας και τις εντολές ενός πρώην στρατιωτικού ιατρού του René Villermé, ο οποίος έκανε στατιστικές έρευνες στις γαλλικές φυλακές. Το υλικό αυτό χρησίμευσε στον Quetelet, για να εφαρμόσει τις μαθηματικές του αναλύσεις και να ερμηνεύσει τα κοινωνικά φαινόμενα μέσω της καμπύλης κανονικής κατανομής συχνότητας και της έννοιας του «μέσου ανθρώπου» (l’homme moyen), ο οποίος συνέπιπτε τόσο στα φυσικά όσο και στα διανοητικά χαρακτηριστικά με τον στατιστικό μέσο όρο.

clip_image005

Όπως έγραφε χαρακτηριστικά, «ο μέσος άνθρωπος είναι για το έθνος ό,τι είναι το κέντρο της βαρύτητας για το σώμα».[ix] Οποιαδήποτε συμπεριφορά στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων και της εγκληματικότητας παρέκλινε από τον μέσο όρο αφενός ήταν καταδικαστέα και αφετέρου μπορούσε να προβλεφθεί με την ακρίβεια πρόβλεψης των πλανητικών κινήσεων.[x] Το γεγονός ότι ο αριθμός των αυτοκτονιών παρουσίαζε κάθε χρόνο από το 1826 έως το 1831 ελάχιστο 1.542 και μέγιστο 2.048, των δολοφονιών 205 και 266 αντίστοιχα και των εγκλημάτων σε βάρος ιδιωτών κυμαινόταν από 1.666 έως 2046, επέτρεπε στον Quetelet να ισχυριστεί: «Ανθρώπινη μιζέρια! Μπορούμε ακόμα και να προβλέψουμε ετήσια πόσοι άνθρωποι θα λεκιάσουν τα χέρια τους με το αίμα των συνανθρώπων τους, πόσοι θα πλαστογραφήσουν, πόσοι θα δηλητηριάσουν, όπως σχεδόν προβλέπουμε τις ετήσιες γεννήσεις και τους θανάτους».[xi] Αυτή η «χιονοστιβάδα των αριθμών μετά το 1820 αποκάλυψε μία εκπληκτική στατιστική κανονικότητα εγκλημάτων, αυτοκτονιών, ασθένειας των εργατών, επιδημιών, βιολογικών γεγονότων. Οι μαθηματικοί αποπειράθηκαν να αναλύσουν το φαινόμενο. Ο σπουδαίος μαθηματικός S. D. Poisson επινόησε το 1835 τον ‘‘νόμο των μεγάλων αριθμών’’ για να περιγράψει το μαθηματικό γεγονός ότι σε μαζικά φαινόμενα οι μη-κανονικότητες εξαφανίζονται, αν έχουν συλλεχθεί πολλά δεδομένα. Αν και ο όρος ‘‘νόμος των μεγάλων αριθμών’’ συνηθίζεται στα μαθηματικά πιθανοτήτων, ο Poisson τον χρησιμοποίησε πρώτη φορά στην ανάλυση δικαστικών υποθέσεων».[xii] Αυτός ο φετιχισμός των αριθμών, ειδικά εκείνων που μετρούσαν την εγκληματικότητα ή τη θνησιμότητα, και ο οποίος είχε θεσμοποιηθεί από τις κρατικές απογραφές της δεκαετίας του 1820 που σάρωσαν όλη τη Δ. Ευρώπη και τις Η.Π.Α., εκδηλώνεται σε όλο του το μεγαλείο και στην περίπτωση του δικηγόρου André Michel Guerry (1802-1866), ο οποίος το διάστημα 1832-64 αναλύει 21.132 δικαστικές υποθέσεις ανθρωποκτονιών και τις κατηγοριοποιεί σε 4.478 τάξεις κινήτρων, τις οποίες υιοθέτησε και η αστυνομία.[xiii] Μάλιστα ο Guerry στις 2 Ιουλίου 1832 παρουσίασε στατιστικούς χάρτες της Γαλλίας όπου απεικονιζόταν η εγκληματικότητα κατά περιοχή, ηλικία, φύλο και εποχή του χρόνου εγκαινιάζοντας τις υπερσύγχρονες μεθόδους σχεδιασμού εγκληματικού προφίλ βάσει γεωγραφικών δεδομένων που χρησιμοποιεί η Scotland Yard ή το FBI.[xiv]

clip_image006

Για να δώσουμε μία εικόνα της μαθηματικής και στατιστικής σάρωσης του πληθυσμού, αρκεί να αναφέρουμε ότι ενώ το 1870 τα δεδομένα της απογραφής των Η.Π.Α. δημοσιεύτηκαν σε τρεις τόμους, στην αμέσως επόμενη, το 1880, καταλάμβαναν 22 τόμους και αριθμούσαν 21.000 σελίδες.[xv]

clip_image008

Ας αφήσουμε, προς το παρόν, το πεδίο των ιατρικών θεωριών και των μαθηματικών και ας στρέψουμε το βλέμμα μας και στο πεδίο των πιο χειροπιαστών τεχνικών ανακαλύψεων. Τουλάχιστον αυτό έκανε το 1836 το The Edinburgh Philosophical Journal και σίγουρα δεν το μετάνιωσε, καθώς ο χημικός James Marsh ανακάλυψε και δημοσίευσε μια αποτελεσματική τεχνική για την ανίχνευση του δημοφιλέστερου δηλητηρίου, του αρσενικού. Το τεστ του Marsh ανίχνευε ποσότητα ίση με το 1/50 του χιλιοστού του γραμμαρίου σε δείγμα από τα μαλλιά ή τα οστά ενός νεκρού, για τον θάνατο του οποίου υπήρχαν υποψίες. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από μερικές ηχηρές δικαστικές και αστυνομικές επιτυχίες να μειωθεί η συχνότητα χρησιμοποίησης του αρσενικού και να χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα οι βασικές αρχές της τεχνικής του Marsh.[xvi] Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς εύκολα τον αφιλοσόφητο ενθουσιασμό που επέδειξε το Pharmaceutical Journal, όταν σε ένα τεύχος του 1841 θριαμβολογούσε πως «μέχρι τώρα το αρσενικό ήταν επικίνδυνο για την κοινωνία· από τούδε και στο εξής καθίστατο επικίνδυνο για τον εγκληματία».[xvii]

clip_image009

Γιατί αφιλοσόφητο; Αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά στα τρία περιστατικά της δεκαετίας του 1830 που παραθέσαμε ως οιονεί κομβικά σημεία, θα διαπιστώσει ότι ένα νήμα τα ενώνει παρά τις διαφορές των επιστημονικών πεδίων εντός των οποίων αναδύθηκαν και παρά τις πολλαπλές κλωστές που το υφαίνουν. Τόσο ο ιατρικός λόγος που αναπτύχθηκε μέσα από τη φρενολογία και την ψυχιατρική, τόσο οι στατιστικές καταγραφές και αναλύσεις που εισέβαλλαν από την αναδυόμενη γραφειοκρατική μηχανή όσο και η τεχνική ανακάλυψη της ανίχνευσης του αρσενικού, είχαν μία κοινή θεωρητική προοπτική και μοιράζονταν ένα ιστορικό έδαφος. Η προοπτική αυτή ήταν με μία λέξη η έννοια του Κανόνα (Norm) και το έδαφος διαμορφωνόταν από τις έννοιες του Πληθυσμού και του Ατόμου.

Τι εννοούμε με τον όρο Κανόνα; Ας ακούσουμε τον Canguilhem: «Το Λεξικό της Ιατρικής των Littré και Robbin ορίζει το κανονικό ως εξής: κανονικό (normalis εκ του norma, κανών) είναι αυτό που είναι σύμμορφο προς τον κανόνα. Η συντομία αυτού του λήμματος σε ένα ιατρικό λεξικό δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει (…). Το Τεχνικό και Κριτικό λεξιλόγιο της Φιλοσοφίας του Lalande είναι περισσότερο λεπτομερές: κανονικό, από ετυμολογική άποψη, δεδομένου ότι norma σημαίνει τον γνώμονα, είναι αυτό που δεν κλίνει ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά, άρα αυτό που παραμένει στο ορθό μέσο, εξού και οι δύο παράγωγες έννοιες: κανονικό είναι αυτό που είναι όπως πρέπει να είναι, και κανονικό, στην πλέον συνηθισμένη έννοια της λέξης, είναι αυτό που συναντάται στην πλειονότητα των περιπτώσεων ενός προσδιορισμένου είδους ή αυτό που συνιστά είτε τη μέση τιμή είτε το πρότυπο ενός μετρήσιμου χαρακτήρα».[xviii]

clip_image010

Συνεπώς, πρέπει η ιατρική να συνδυαστεί με την τεχνική και κριτική ματιά της φιλοσοφίας, για να αναδυθεί η γενεαλογική διαμόρφωση της έννοιας του Κανόνα: γνώμονας, εργαλείο του καθηγητή μαθηματικών στη δευτεροβάθμια, του πλέον αυστηρού επιστήμονα, αλλά και εργαλείο του ξυλουργού, του τεχνίτη που πρέπει να ισιώσει αυτό που εκ φύσεως είναι στραβό, αποκλίνον από το μέσο όρο, ήτοι παθολογικό. Ουσιαστικά, το παθολογικό, όχι μόνο ως το απολύτως Άλλο του Κανονικού, αλλά και ως το μαθηματικοποιημένο και ποσοτικοποιημένο μη-κανονικό, είναι η προοπτική η οποία πρωτίστως ενδιαφέρει τις επιστήμες που προετοίμασαν το έδαφος για την Εγκληματολογία, καθώς η ποινή πλέον εμπεριέχοντας μία διπλή αναφορά, τόσο νομική (δίκαιο) όσο και φυσική (κανόνας),[xix] τόσο πολιτισμική όσο και βιολογική, επιχειρεί να κατακτήσει τη μέγιστη «αντικειμενικότητα». Τόσο ο ψυχιατρικός λόγος που έβλεπε προσωρινές καταστάσεις τρέλας που έφταναν στο έγκλημα σε κατά τα αλλά υγιείς ανθρώπους και οι κρανιοσκοπήσεις του Gall που έβλεπαν την απόκλιση προς τα πάνω ή προς τα κάτω κανονικών τάσεων, εγγενών σε όλους τους ανθρώπους, όσο και οι στατιστικές αναλύσεις της μέσης τιμής που έθεταν όρια υπέρ ή υπό, στόχο είχαν την ανεύρεση του κανονικού εντός του μη-κανονικού. Όπως παρατηρεί ο Canguilhem, στις αρχές του 18ου αιώνα έχουμε τη διαμόρφωση μιας ιατρικής θεωρίας για «τις σχέσεις ανάμεσα στο κανονικό και το παθολογικό, σύμφωνα με την οποία τα παθολογικά φαινόμενα των ζωντανών οργανισμών δεν είναι τίποτε περισσότερο από ποσοτικές παραλλαγές, αυξομειώσεις των αντίστοιχων φυσιολογικών φαινομένων».[xx] Αρκεί να θυμηθούμε την καινοτομία του τεστ του Marsh για την ανίχνευση του αρσενικού, η οποία εδράζεται ουσιαστικά στη συνέχεια μεταξύ κανονικού και μη, καθώς το αρσενικό υπάρχει ως ιχνοστοιχείο υπό κανονικές συνθήκες στον υγιή ανθρώπινο οργανισμό. Είναι η ύπαρξή του σε μη-κανονικές τιμές εκείνη που στοιχειοθετεί τον μη-κανονικό θάνατο.

Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς τους επιστημολογικούς λόγους που ώθησαν τον Lombroso να φωτογραφίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά τους εγκληματίες που έβρισκε όχι μόνο στα κελιά των φυλακών αλλά και στα κελιά των στατιστικών πινάκων με τους οποίους γέμιζε τα βιβλία του. Άλλωστε, ο Lombroso υπήρξε σαφής και, κατά τον Hegel, συγκεκριμένος: «Η θεμελιώδης πρόταση μου είναι ότι πρέπει να μελετήσουμε όχι τόσο το αφηρημένο έγκλημα όσο τον ίδιο τον εγκληματία».[xxi]

clip_image012

Γιατί η εγκληματική πράξη παραβιάζει τον νόμο, αλλά όχι τον κανόνα. Αντίθετα, η τέλεσή της υπακούει σε μία κανονικότητα. Αν θέλουμε να την εξηγήσουμε και να την προλάβουμε πρέπει να στραφούμε στην αιτία αυτής της κανονικότητας, δηλαδή στο μη-κανονικό άτομο, στον εκ γενετής εγκληματία, ο οποίος εκ φύσεως δεν μπορεί να είναι υποκείμενο δικαίου αλλά αντικείμενο προληπτικής καταστολής. Υπακούοντας όχι στη λογική του Νόμου αλλά σε εκείνη του Κανόνα, ο Lombroso θα κατατάξει στους μη-κανονικούς και όσους δεν είναι εκ γενετής εγκληματίες, αλλά υπάγονται στους «εγκληματίες από πάθος», όπως οι πολιτικοί εγκληματίες και ιδιαίτερα οι αναρχικοί, οι οποίοι σύμφωνα με τον Lombroso, χαρακτηρίζονται «αφενός από μία τιμιότητα που φτάνει στην υπερβολή και αφετέρου από μια υπερευαισθησία».[xxii] Για να κατανοήσουμε αυτή τη στροφή στη λογική του Κανόνα, πρέπει να δούμε σε ποιο ιστορικό έδαφος έδωσαν καρπούς οι επιστημονικοί λόγοι που παραθέσαμε εξ αρχής έχοντας πάντα υπόψη μας το γεγονός ότι ήδη από τον 18ο αιώνα ο πληθυσμός και το άτομο ήταν τα κατ’ εξοχήν αντικείμενα μέριμνας των κρατικών μηχανισμών. Εξάλλου, ο όρος στατιστική (Statistik) οφείλεται στον Γερμανό νομικό Gottfried Achenwall (1749) και σημαίνει τα «δεδομένα που αφορούν τη γνώση του κράτους».[xxiii] Τι είναι, όμως, αυτό που πρέπει να γνωρίζει ένα κράτος, για να μπορεί να χαράσσει την πολιτική του; Αν θυμηθούμε την προτροπή του Hegel, πρέπει να γνωρίζει τα πάντα που αφορούν το άτομο. Όμως, μαζί και μέσα από τη γνώση του ατόμου προκύπτει και περνά η γνώση του πληθυσμού.[xxiv]

Το έγκλημα υπήρξε ο συνδετικός κρίκος της γνώσης του ατόμου και της γνώσης του πληθυσμού. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το 1838 η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών απένειμε το βραβείο καλύτερης διατριβής στον Honoré-Antoine Frégier, Διευθυντή Αστυνομίας στην περιοχή του Σηκουάνα, ο οποίος δίνοντας τον εύγλωττο τίτλο Περί των επικίνδυνων τάξεων των μεγάλων πόλεων και των μέσων βελτίωσής τους σε ένα περιεχόμενο που τιμούσε τις καλύτερες στιγμές του γαλλικού πνεύματος, όπως τουλάχιστον αυτό εμφανίστηκε την περίοδο του Μεγάλου Εγκλεισμού (1656), χαρακτήριζε ως επικίνδυνες τάξεις «τους τζογαδόρους, τα κορίτσια του δρόμου, τους αγαπητικούς και τους προστάτες τους, τις υπεύθυνες των οίκων ανοχής, τους αλήτες, τους απατεώνες και τα μούτρα, τους κατεργάρηδες και τους κλέφτες, τις κλέφτρες και τους κλεπταποδόχους» και πρότεινε για θεραπεία την εργασία και την αύξηση των μισθών.[xxv]

clip_image014

Η συγκεκριμένη διατριβή αναγνωρίζεται ως έργο-τομή στο Crime Classification Manual (CCM), το εγχειρίδιο του FBI που το 1992 αντικατέστησε το Diagnostic and Statistical Manual of mental disorders (DSM )στη «συστηματοποίηση και ταξινόμηση εγκλημάτων με βάση τη συμπεριφορά των δραστών».[xxvi]

Το έγκλημα, δηλαδή ο εγκληματίας, ως παράγοντας όχι απλώς υπονόμευσης του νόμου αλλά διασάλευσης της κανονικότητας, δηλαδή όχι απλώς ως παράνομος αλλά ως επικίνδυνος, έγινε το αντικείμενο ελέγχου των νεωτερικών σχέσεων εξουσίας και γνώσης. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια τομή στην αντιμετώπιση του κινδύνου και του φορέα του. Μιλώντας σχηματικά, ενώ μέχρι τον 17ο αιώνα, όσον αφορά τον έλεγχο των ατόμων, κυρίαρχο μοντέλο υπήρξε εκείνο της λέπρας ή του λεπρού, δηλαδή, του ατόμου που εκδιώκεται, που πρέπει να αποκλειστεί, για να αποκαθαρθεί η κοινότητα, από τον 18ο αιώνα, το μοντέλο που εδραιώνεται είναι εκείνο της πανούκλας ή του πανωλόβλητου, δηλαδή του ατόμου που δεν πρέπει να αποκλειστεί, αλλά να εγκλειστεί.

clip_image015

Ενώ το μοντέλο της λέπρας βασιζόμενο στον αποκλεισμό, χρειάζεται τον Νόμο για να μπορέσει να λειτουργήσει, το μοντέλο της πανούκλας χρειάζεται και τον Κανόνα. Πλέον η πολιτική και η ιατρική εξουσία δεν έρχονται αντιμέτωπες με τα νομικά δικαιώματα και τη νομική υπόσταση του λεπρού (αποτελεί ή όχι μέλος της κοινότητας), αλλά με τους κανόνες ελέγχου και θεραπείας του πανωλόβλητου (πώς πρέπει εντός της κοινότητας να ξαναγίνει υγιής δίχως να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κοινότητα). Ο ασθενής πια δεν διώχνεται από την πόλη, αλλά μπαίνει σε καραντίνα, για να ελεγχθεί πιο αποτελεσματικά. Αντί για την απόσταση που απαιτούσε η λέπρα, η πανούκλα απαιτεί μία εγγύτητα και μία σταθερότητα της παρακολούθησης και του ελέγχου του ιατρικού βλέμματος. Αντί για τον οριστικό στιγματισμό του λεπρού, περνάμε στον διαρκή έλεγχο του πανωλόβλητου και της πανωλόβλητης πόλης στο σύνολό της με βάση μια νόρμα υγείας και κανονισμούς υγιεινής. Από την εξορία του ατόμου για την κάθαρση του πληθυσμού, περνάμε στη μέριμνα για τον πληθυσμό μέσω του ελέγχου του ατόμου.[xxvii]

clip_image017

Ωστόσο, πριν καλά-καλά εδραιωθεί ο νέος σχηματισμός, ας τον πούμε πειθαρχικό μοντέλο, διακρίνεται ήδη μια νέα ανάδυση βάσει ενός νέου κινδύνου. Η επιδημία της ευλογιάς υπήρξε ο σημαντικότερος κίνδυνος τον 18ο αιώνα, καθώς 2/3 παιδιά μολύνονταν με θνησιμότητα 1/8.[xxviii] Όμως, το 1718 η Lady Montagu (1689–1762) εισήγαγε στην Ευρώπη από την Κων/πολη το εμβόλιο της ευλογιάς.[xxix]

clip_image018

Όπως παρατηρεί ο Foucault, το εμβόλιο έχει τέσσερα καινοφανή χαρακτηριστικά: είναι απόλυτα προληπτικό, σχεδόν απόλυτα επιτυχές, επεκτάσιμο σε όλο τον πληθυσμό με χαμηλό κόστος, και τέλος δεν υπάγεται σε καμία ιατρική θεωρία της εποχής, αλλά είναι εμπειρικά επαληθεύσιμο.[xxx] Ο νέος σχηματισμός δεν διακρίνει σε αρρώστους και μη, αλλά απευθύνεται στο σύνολο του πληθυσμού, επειδή διατρέχει κίνδυνο βάσει πιθανοτήτων. Επιπλέον, στο εσωτερικό του πληθυσμού διακρίνει ομάδες με μεγαλύτερη κανονικότητα κινδύνου, όπως τα βρέφη, και άλλες με μικρότερη, όπως οι ενήλικες, και προσπαθεί να φέρει την λιγότερη επιθυμητή κανονικότητα στο επίπεδο της περισσότερο επιθυμητής, για να δημιουργήσει στο τέλος τον Κανόνα.[xxxi] Ενώ το πειθαρχικό μοντέλο βασίζεται στην καταστολή και περιστολή του ατόμου, το νέο μοντέλο, της ασφάλειας, βασίζεται στην πρόγνωση και την πρόληψη του κινδύνου.

clip_image019

Αν κάποιοι αναρωτιούνται τι σχέση έχουν όλα αυτά με την εγκληματολογία και το δίκαιο, αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Εγκληματικής Ανθρωπολογίας (Ρώμη, 1885) ο Βέλγος εγκληματολόγος Adolphe Prins θα εισαγάγει την έννοια της «κοινωνικής άμυνας», θέτοντας ως πρόβλημα όχι τον βαθμό της νομικής υπευθυνότητας του εγκληματία, αλλά του κινδύνου που αποτελεί για το κοινωνικό σύνολο,[xxxii] αν και ο Ιταλός νομικός Carmignani έκανε το ίδιο ήδη από το 1831.[xxxiii] Αξίζει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι το 1887 γεννιέται ο Sherlock Holmes, ο πιο διάσημος ντετέκτιβ, από την πένα του γιατρού Sir Arthur Conan Doyle στο πρότυπο του καθηγητή ιατρικής Joseph Bell και του καθηγητή ιατροδικαστικής και αστυνομικού ιατρού Sir Henry Littlejohn, ενσαρκώνοντας ουσιαστικά την αντικατάσταση της ποινής από την έννοια της κοινωνικής άμυνας εντός ενός λόγου που είναι ταυτόχρονα και ιατρικός και δικαστικός, και λόγος περί ασφάλειας και περί πειθαρχίας, και περί κανόνα και περί δικαίου.[xxxiv] Αλλά μία κοινωνία εθισμένη στην διαπόμπευση οροθετικών ιερόδουλων σε αστυνομικά τμήματα βάσει ιατρικών γνωματεύσεων, καθώς και στις συλλήψεις μεταναστών από αστυνομικούς με χειρουργικά γάντια για λόγους κοινωνικής άμυνας και όχι δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να αναφωνήσει: «Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Watchon».

clip_image021


[i] G.W.F. Hegel, ‘Ποιος σκέφτεται αφηρημένα;’ στο Ανθολόγιο Κειμένων του G.W.F. Hegel, (επ.-μτφρ.) Δ. Τζωρτζόπουλου, (Gutenberg, 2011), σσ. 244-57.

[ii] Hans Gross, Criminal Investigation. A practical handbook for magistrates, police officers and lawyers, tr. J. Adam & J. Collyer – Adam, (A. Krishnamahari, Egmore, Madras, 1906), σ. 32. Οι μεταφραστές ήταν αντίστοιχα Εισαγγελέας και Δικηγόρος στη Βρετανική αποικία των Ινδιών.

[iii] Αυτ., σ. 27.

[iv] Βλ. Β. Λέκκα, Ιστορία και Θεωρία της Ψυιατρικής, Από τον Ιπποκράτη μέχρι το κίνημα της αντιψυχιατρικής και τον Michel Foucault, (futura, 2012), σ. 86 & R. F. Wetzell, Inventing the Criminal. A History of German Criminology, 1880-1945 (The University of North Carolina Press, 2000), σσ. 17-8.

[v] Βλ. Τ. Λομπρόζο, Ο Εγκληματίας Άνθρωπος, μτφρ. Μ. Ανίνος, (Κάκτος, 2002).

[vi] Βλ. M. Foucault, Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ, που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον αδερφό μου…, μτφρ. Γ. Οικονόμου, (Κέδρος, 2002).

[vii] R. F. Wetzell, Inventing the Criminal. A History of German Criminology, 1880-1945 , σ. 19.

[viii] M. Foucault, Οι μη-κανονικοί, Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-5, μτφρ. Σ. Σιαμανδούρας, (Εστία, 2010) σσ. 76-7.

[ix] Βλ. A. M. Davis, ‘Tailoring and the normal body’, στο E. Waltraud (ed.), Histories of the Normal and the Abnormal.Social.and Cultural Histories of Norms and Normativity, (Routledge, 2006), σσ. 142-3.

[x] Βλ. D. Porter, Health, Civilization and the State. A History of Public Health from ancient to modern times, (Routledge, 1999), σσ. 64-66 & Ι. Hacking, ‘How should we do the history of statistics?’, στο G. Burchell, C. Gordon & P. Miller (ed.), The Foucault Effect, Studies in Governmentality, (The University of Chicago Press, 1991) σσ. 181-195 & Ann F. La Berge, Mission and Method, The early nineteenth-century French public health movement, (Cambridge University Press, 1992), σσ. 55-7.

[xi] Βλ. W. G. Rothstein, Public Health and the Risk Factor. A History of an Uneven Medical Revolution, (University of Rochester Press, 2003), σ. 24

[xii] Ι. Hacking, ‘How should we do the history of statistics?’, σσ. 187-8.

[xiii] Αυτ., σ. 192.

[xiv] Βλ. B. Innes, Το Προφίλ του Εγκληματικού Νου, μτφρ. Α. Βάσιλα, (Κοχλίας, 2004), σ. 150 & R. F. Wetzell, Inventing the Criminal. A History of German Criminology, 1880-1945, σσ. 22-3 & E. McLaughlin & J. Muncie (ed.), The Sage Dictionary of Criminology, (Sage, 2001), σσ. 132-3.

[xv] Βλ. W. G. Rothstein, Public Health and the Risk Factor. A History of an Uneven Medical Revolution, (University of Rochester Press, 2003), σ. 28.

[xvi] D. Owen, Εργαστήριο Εγκληματολογίας, μτφρ. Δ. Αυγερινός, (Κοχλίας, 2003), σσ. 10-1.

[xvii] Βλ. J. C. Whorton, The Arsenic Century. How Victorian Britain was poisoned at Home, Work and Play, (Oxford University Press, 2010), σσ. 82-3.

[xviii] G. Canguilhem, Το Κανονικό και το Παθολογικό, μτφρ. Γ. Φουρτούνης, (Νήσος, 2007), σ. 161.

[xix] M. Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της Φυλακής, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, (Πλέθρον, 2012), σ. 203-11.

[xx] Αυτ., σ. 65.

[xxi] C. Lombroso, Crime, Its Causes and Remedies, tr. H. Horton, (London, 1911), σ. 365.

[xxii] Τ. Λομπρόζο, Οι Αναρχικοί, μτφρ. Τ. Μπουζάνης, (Ισνάφι, 2011), σ. 80.

[xxiii] D. Porter, Health, Civilization and the State. A History of Public Health from ancient to modern times, σ. 49.

[xxiv] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, tr. G. Burchell, (Palgrave Macmillan, 2007), σ. 42.

[xxv] Βλ. H.A. Frégier, Des classes dangereuses de la population dans les grandes villes, et des moyens de les rendre meilleures, (B. Baillière, 1840), σ. 44 & R. F. Wetzell, Inventing the Criminal. A History of German Criminology, 1880-1945, σσ. 27-8.

[xxvi] Βλ. J. E. Douglas, Ann W. Burgess, Allen G. Burgess, & Robert K. Ressler (ed.),Crime Classification Manual, (Jossey-Bass, 20062), σ.3 & B. Innes, Το Προφίλ του Εγκληματικού Νου, σσ. 67-8.

[xxvii] Βλ. M. Foucault, Οι μη-κανονικοί, Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-5, σσ. 103-5.

[xxviii] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, σ. 58.

[xxix] D. Porter, Health, Civilization and the State. A History of Public Health from ancient to modern times, σ. 56.

[xxx] M. Foucault, Security, Territory, Population, Lectures at the Collège de France, 1977-8, σ. 58.

[xxxi] Αυτ., σσ. 62-3.

[xxxii] Βλ. M. Foucault, ‘L’évolution de la notion d’ “individu dangereux” dans la psychiatrie légale du XIXe siècle’, στο Dits et écrits II, (Quarto, Gallimard, 2001), σσ. 443-64.

[xxxiii] Βλ. E. McLaughlin & J. Muncie (ed.), The Sage Dictionary of Criminology, σ. 272-4 & P. Pasquino, ‘Criminology: The Birth of a special Knowledge’, στο G. Burchell, C. Gordon & P. Miller (ed.), The Foucault Effect, Studies in Governmentality, σσ. 235-50.

[xxxiv] E. J. Wagner, The Science of Sherlock Holmes. From Baskerville Hall to the Valley of Fear, The real Forensics behind the great detectives cases, (Wiley, 2006), σσ. 54-60.

Σχολιάστε